- επαγωγικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. που ανήκει ή αναφέρεται στην επαγωγή (γενικά).2. ελκυστικός, θελκτικός, ευχάριστος: Έχει επαγωγικούς τρόπους.3. (λογ.), φρ., «επαγωγικός συλλογισμός ή επαγωγή», συλλογισμός που καταλήγει σε γενικό συμπέρασμα από μερικές κρίσεις.4. (φυσ.), φρ., «επαγωγικό ρεύμα», ηλεκτρικό ρεύμα που παράγεται σε κάποιο αγωγό από επίδραση άλλου ηλεκτρισμένου αγωγού ή μαγνήτη, το ρεύμα από επαγωγή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.